χαλκύδριον

χαλκύδριον
χαλκ-ύδριον, τό, Dim. of χαλκός, Zos.Alch.p.216B., Theognost.Can.fol.83 (om. Cramer p.126, ante νεανισκύδριον): pl.,
A small change, BGU1821.12 (i B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαλκύδριον — small change neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκύδριον — τὸ, Α μικρή χάλκινη υδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”